- φετφάς
- fetva, keyfi buyruk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φετφάς — φετφάς, ο και φετβάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σε θρησκευτικό ή νομικό ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου. 2. κάθε αυθαίρετη διαταγή ή γνωμοδότηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φετφάς — και φετβάς, ο, Ν άκλ. 1. (στις μουσουλμανικές χώρες) επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία θρησκευτικού ή νομικού ζητήματος τού ιερού μουσουλμανικού δικαίου που δίνεται από τον μουφτή ή τον ιμάμη 2. (κατ επέκτ.) επίσημη διαταγή («έβγαλε φετφά να μην… … Dictionary of Greek
ιραδές — ο έγγραφη διαταγή τού σουλτάνου που κοινοποιούσε ο μεγάλος βεζίρης στον λαό, φιρμάνι, φετφάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. irade] … Dictionary of Greek
φετβάς — ο, Ν βλ. φετφάς … Dictionary of Greek